Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Δι’ αλληλογραφίας…

Α. Βιρβίλης & G. Coutant (επιμ.), OPUS XII. Thème central: La Grèce – Central theme: Greece, Academié Européenne de Philatélie, Athens 2013.
Της Άννας Λυδάκη

Δι’ αλληλογραφίας…

Οι δίαυλοι επικοινωνίας είναι πολλοί και γνωρίζουμε ότι όλα τα ζώα μπορούν να επικοινωνούν με ήχους, κινήσεις, νεύματα. Μόνο ο άνθρωπος όμως μπορεί να γράφει. Όταν θέλει να στείλει ένα μήνυμα σε κάποιον που βρίσκεται μακριά, γράφει μια επιστολή με τα σύμβολα που αντιστοιχούν στους ήχους της γλώσσας και τη στέλνει στον παραλήπτη. Αγγελιοφόροι και περιστέρια αναλάμβαναν να περάσουν θάλασσες και στεριές και να μεταφέρουν το μήνυμα στον αποδέκτη μέχρις ότου να δημιουργηθούν οι πρώτες ταχυδρομικές επικοινωνίες και αργότερα τα πρώτα γραμματόσημα.
Οι πρώτες ετικέτες με την κολλώδη ουσία που χρησιμοποιούμε για να προπληρώσουμε τα έξοδα αποστολής ενός γράμματος δημιουργήθηκαν στη Μ. Βρετανία το 1836 μετά από πρόταση του Ρόουλαντ Χιλ, διευθυντή του αγγλικού ταχυδρομείου στην Ιρλανδία. Γρήγορα άρχισαν να δημιουργούνται και οι πρώτες συλλογές γραμματοσήμων και το χόμπι του φιλοτελισμού. Οι φιλοτελιστές, όμως, δεν ασκούν απλώς ένα χόμπι. Συνειδητά ή ασυνείδητα γίνονται ιστορικοί –ίσως ερασιτέχνες, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι ο ερασιτέχνης κάνει κάτι από έρωτα (η λέξη είναι από το ρήμα ερώ = αγαπώ με πάθος) και αυτό έχει μεγάλη σημασία.
Μέσα από τις συλλογές γραμματοσήμων ανασυσταίνεται το παρελθόν, όχι με την παράθεση απλώς ιστορικών γεγονότων, αλλά σφαιρικά, με μιαν εποπτεία, ίσως μοναδική. Και αυτό γίνεται φανερό στον ετήσιο τόμο της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Φιλοτελισμού OPUS XII (τον οποίο συντόνισε ο Πρόεδρος της Επιτροπής Φιλοτελικής Φιλολογίας της Διεθνούς Φιλοτελικής Ομοσπονδίας κ. Αντώνης Βιρβίλης και επιμελήθηκε ο Ειδικός Γραμματέας της Βελγικής Φιλοτελικής Ακαδημίας κ. Guy Coutant), ο οποίος είναι αφιερωμένος στον ελληνικό φιλοτελισμό με αφορμή τη συμπλήρωση 150 χρόνων από την έκδοση του πρώτου ελληνικού γραμματοσήμου.
Στο OPUS XIII Έλληνες και ξένοι ερευνητές – φιλοτελιστές γράφουν στα αγγλικά και γαλλικά για την ιστορία των ταχυδρομικών επικοινωνιών και των γραμματοσήμων και, μελετώντας τον κανείς, διαπιστώνει ότι ο τόμος αποτελεί ταυτόχρονα και ένα σπουδαίο έργο για τους κοινωνικούς επιστήμονες, αλλά και για όποιον θέλει να ξέρει την ιστορία και τους δρόμους που οδηγούν από το παρελθόν στο παρόν.
Στο έργο εμπεριέχονται κείμενα για τις ταχυδρομικές επικοινωνίες στα Ιόνια νησιά και στα Δωδεκάνησα κατά το 1428-1864 και για τα ελληνικά ταχυδρομεία κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα, ενώ σχολιάζεται ο τρόπος που συνδεόταν η Ελλάδα με το εξωτερικό. Επίσης, ο αναγνώστης θα βρει πληροφορίες για τη διαδικασία δημιουργίας του Ερμή, του πρώτου ελληνικού γραμματοσήμου και θα δει ενδιαφέροντα σχόλια για τα ξένα επιστολικά δελτάρια στον ελλαδικό χώρο και για τα γραμματόσημα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 και εκείνων του 1906 και του 1911-1912. Στο OPUS ΧIII παρουσιάζονται ακόμη το ιταλικό ταχυδρομικό γραφείο στα Χανιά της Κρήτης και το βρετανικό στη Θεσσαλονίκη, αναφέρονται οι ταχυδρομικές σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας και σχολιάζεται το πώς διακόπηκαν οι λειτουργίες από και προς το εξωτερικό κατά το 1940-41 και το τι συνέβη το 1944-45. Ο έλεγχος της αλληλογραφίας από την εξουσία κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα και η παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στα γραμματόσημα σχολιάζονται επίσης, ενώ παρουσιάζονται οι δημιουργίες των καλλιτεχνών Μπισκίνη, Κεφαλληνού και Τάσσου. Η επισήμανση παραγνωρισμένων οικονομικών λειτουργιών του γραμματοσήμου, η αναγνώριση ιδιαιτεροτήτων σε συνηθισμένα γράμματα, οι διπλοτυπίες και η χρήση τους και άλλα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα κείμενα συμπληρώνουν τον τόμο.
Το περιεχόμενο του γραμματοσήμου, το θέμα του, φανερώνει ιστορικές στιγμές, εικόνες του κόσμου στις διάφορες χρονικές περιόδους, απεικονίζει πρόσωπα -μυθικά ή πραγματικά-, γεγονότα και πράξεις, που σημαδεύουν και ορίζουν την κοινωνική πραγματικότητα και είναι βασισμένο στην κυρίαρχη ιδεολογία και στη επίσημη ιστορία του εκάστοτε τόπου. Η μορφή του, ο τρόπος απεικόνισης, η καλλιτεχνική δημιουργία –παρά τις κατευθυντήριες, ίσως, γραμμές- πηγάζει από την ευαισθησία, την ιδιαίτερη προσωπική έκφραση, το ύφος και τη στάση του δημιουργού που στέλνει με τον δικό του τρόπο ένα μήνυμα («η μείζων λειτουργία της τέχνης είναι η επικοινωνία», έλεγε ο Ταρκόφσκι) δίνοντας στο θέμα και μια εκφραστική διάσταση. Έτσι, το γραμματόσημο καθίσταται ένα Μέσο Μαζικής Επικοινωνίας δια μέσου του οποίου ασκείται πολιτική, αποστέλλονται μηνύματα από την πολιτεία και τον καλλιτέχνη στο ευρύ κοινό, επηρεάζονται και διαμορφώνονται πεποιθήσεις και στάσεις, παράλληλα με τις πληροφορίες που παρέχονται για τόπους άλλους, μακρινούς με τη δική τους χλωρίδα και πανίδα.
Αξίζει, όμως, να σταθούμε στην πρόσληψη των ταχυδρομικών επικοινωνιών από τα άτομα και στον ρόλο που παίζει στη ζωή τους η αλληλογραφία που εξυπηρετείται από αυτές. Βεβαίως, ζούμε στην εποχή των υπολογιστών και του διαδικτύου όπου τα μηνύματα πάνε κι έρχονται αστραπιαία, στην εποχή του Skype που μας επιτρέπει να βλέπουμε τον συνομιλητή μας, στην εποχή των τηλεδιασκέψεων. Ξέρουμε, όμως, πως δεν ήταν πάντα τα πράγματα έτσι.
Ξεφυλλίζοντας τον τόμο OPUS XIII θυμήθηκα την pen pal, τη φίλη δι’ αλληλογραφίας από την Αγγλία την οποία είχα αποκτήσει μετά από παρότρυνση του δασκάλου των αγγλικών, τις ασπρόμαυρες καρτ ποστάλ με το γραμματόσημο κολλημένο επάνω τους, που υπήρχαν στο σπίτι και απεικόνιζαν τα Λουτρά της Αιδηψού με ευχές και χαιρετίσματα μιας θείας, τα μαθήματα δι’ αλληλογραφίας που έβλεπα να διαφημίζονται στα περιοδικά του συρμού, τις σελίδες «ζητούν αλληλογραφία» που υπήρχαν στα ίδια περιοδικά με αγγελίες ανθρώπων –μάλλον μοναχικών- που ήθελαν μια γνωριμία, τη φράση «είμεθα καλά, το αυτό επιθυμούμε και δι’ υμάς…», τους στίχους του Μάνου Ελευθερίου «γράμματα μ’ ευχές κι αφιερώσεις μες στο κομοδίνο σιωπηλά…». Θυμήθηκα μια είδηση που είχα διαβάσει σε μια εφημερίδα (Λέσβος 2.8.2013) για δυο γυναίκες, την Όντρεϊ Σιμς και τη Νόρμα Φράτι που στο πλαίσιο μιας σχολικής εργασίας αλληλογραφούσαν επί 74 χρόνια, από το 1940, και συναντήθηκαν για πρώτη φορά φέτος το καλοκαίρι...
Η γραφή είναι δύσκολη διαδικασία. Πώς να γράψω αυτό που θέλω να πω; Ξέρουμε ότι αλλιώς γράφουμε κι αλλιώς μιλάμε. Ο αποδέκτης του μηνύματος βρίσκεται ήδη εντός της επιστολής και αυτό σε κάνει να αγωνιάς για το πώς και τι θα κατανοήσει από εκείνα που θέλεις να του πεις. Αυτό το αγωνιώδες έργο, όμως, μπορεί να αγγίξει βαθιά τον άνθρωπο. Δεν μοιάζει με τα τόσο σύντομα μηνύματα στον υπολογιστή ή στο κινητό τηλέφωνο που στέλνουμε σήμερα.
Οπωσδήποτε η εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας έκανε τη ζωή μας ευκολότερη. Αλλά αν ζούσε στην εποχή μας ο Φραντς Κάφκα (1920) δεν θα είχαμε τα υπέροχα Γράμματα στη Μίλενα όπου διαβάζουμε: «Μου γράφεις δυο λογιώ γράμματα, δεν εννοώ εκείνα με την πένα κι εκείνα με μολύβι –αν και το γράψιμο με μολύβι υποδηλώνει αυτό καθαυτό πολλά πράγματα και σε κάνεις να στήνεις αυτί…», και αλλού «Τα δυο σου γράμματα ήρθαν ταυτόχρονα το μεσημέρι. Είναι εδώ όχι για να διαβάζονται αλλά για να ‘ναι απλωμένα, να χώνει κανείς το πρόσωπό του σ’ αυτά και να χάνει το λογικό του…» Ούτε ο Πωλ Ελυάρ (1930) θα έγραφε: «Αγαπούλα μου, επιτέλους γράμμα. Κι αμέσως βγήκα από τη νευρασθένειά μου, από τη βαθιά μοναξιά μου» ή «Ωραία μου μικρή Γκαλά, ευχαριστώ για την επιστολή σου και τα αποκόμματα. Από σήμερα θα σου γράφω κάθε μέρα γιατί είσαι αυτό που με δένει με τη ζωή, αλλά από τόσο μακριά, δυστυχώς!»
Πέρα, όμως, από την αλληλογραφία των επωνύμων που αποτελεί συνήθως λογοτεχνικό είδος, και οι απλοί άνθρωποι προσπαθούν να καταθέσουν συναισθήματα στο χαρτί και να τα μεταδώσουν στο πρόσωπο του οποίου η απουσία προκαλεί θλίψη. Οι επιστολές αποτελούν ντοκουμέντα για τις κοινωνικές επιστήμες και είναι χαρακτηριστικό το έργο των Thomas και Znaniecki Ο Πολωνός χωρικός στην Ευρώπη και την Αμερική (1918-1920) που χρησιμοποίησαν την αλληλογραφία Πολωνών και μεταναστών από την Πολωνία που ζούσαν στην Αμερική προκειμένου να μελετήσουν τις σχέσεις τους.
Τέτοιες μελέτες δεν βλέπουμε συχνά επειδή δεν γράφουμε γράμματα, όπως τον παλιό καιρό. Θα πρέπει, όμως, να αναφέρουμε την επιτυχημένη αξιοποίηση επιστολών από τον γνωστό σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη, που κατάφερε να βρει τις επιστολές ενός μετανάστη και να δημιουργήσει την πολυβραβευμένη ταινία του Γράμματα από την Αμερική (1972), συνδυάζοντας το ιστορικό ντοκουμέντο με την τέχνη.
Ο Παπαστάθης αφηγείται πως το καλοκαίρι του 1971 βρήκε στο υπόγειο του παλαιοπωλείου του κυρ-Βαγγέλη στο Μοναστηράκι 120 καρτ ποστάλ του Αναστάσιου από το Γύθειο. Είχε φύγει από την πατρίδα του το 1905 για να πάει στην Πάτρα και από εκεί με υπερωκεάνιο στην Αμερική. Εκεί έμεινε μέχρι το 1952, οπότε επέστρεψε στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του δεν σταμάτησε ποτέ να στέλνει γράμματα και καρτ ποστάλ στην οικογένειά του. «Μια ζωή αποτυπωμένη σε καρτ ποστάλ» σχολιάζει ο σκηνοθέτης, ο οποίος χρησιμοποιεί στην ταινία του μόνο γράμματα, φωτογραφίες και καρτ ποστάλ ασπρόμαυρες ή επιχρωματισμένες και αποκόμματα εφημερίδων, ενώ ο Θόδωρος Κατσαδράμης διαβάζει τα γράμματα και η Δόμνα Σαμίου τραγουδά τραγούδια της ξενιτιάς. Έτσι, παρουσιάζεται η σκληρότητα της μετανάστευσης από τη μεριά εκείνων που τη βίωσαν. Εκείνων που είχαν τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν μόνο ταχυδρομικά. Ο δικός τους λόγος γράφει την ιστορία, που παρουσιάζεται με εξαιρετικό τρόπο από τον Παπαστάθη:
Σεβαστέ μου πατέρα, σου φιλώ την δεξιά. Από τριημέρου ευρίσκομαι εις τας Πάτρας εις το σπίτι του θείου Γιώργου, όπου με περιποιούνται ως παιδί τους. Ολόκληρη τη μέρα σήμερα την επέρασα εις το ναυτιλιακό γραφείο. Από χαρτιά είμαι εντάξει όπως και από το χαρτί του γιατρού, ο οποίος με εξέτασε χθες. Έπρεπε να έβλεπες, πατέρα, εκείνους που είχαν διάφορες αρρώστιες και δεν θα τους αφήσουν να ταξιδέψουν στην Αμερική: Έκλαιγαν, έπεφταν στα πόδια του γιατρού, του φιλούσαν τα χέρια… μας αυτός τίποτα.
Το πλοίο το περιμένουμε.
Σας κατασπάζομαι Τάσος

Ευρίσκομαι πλησίον της Νέας Υόρκης εις το αναψυκτήριο του κυρίου Μιλτιάδη, όπου εργάζομαι ως σερβιτόρος. Εδώ έρχεται για μπάνιο η πολύ καλή κοινωνία και μαζεύω πολλά πουρμπουάρ. Σας εσωκλείω δείγματα από υφάσματα για ένα κουστούμι του Γιώργου και ένα φόρεμα της Αριάδνης. Γράψτε μου την προτίμησή σας και μόλις ευκολυνθώ θα σας τα αποστείλω. Αρχίζω σιγά σιγά να μαθαίνω και τη γλώσσα…

Σεβαστή και χρυσή μου μητέρα, σε προσκυνώ και σου φιλώ την δεξιά…
Σας στέλνω επιταγή με δολάρια 20 για να κάμετε το τάμα μου εις την εορτή μου και να ανάψετε μια λαμπάδα εις το ύψος μου, 1,67 εις την εκκλησίαν μας που να είναι βοήθειά μας…
Αφού ο Αναστάσιος τα καταφέρνει στην Αμερική, αποφασίζει να ζητήσει σε γάμο την κοπέλα στην οποία «είχε δώσει την καρδιά του» και να την πάρει μαζί του:
Φθάνω εις Πειραιά την 15η Σεπτεμβρίου και αναχωρώ την ίδια ημέρα δια Γύθειον. Έρχομαι μετά τριών επιφανών Ελληνοαμερικανών που θα φιλοξενήσουμε μερικάς ημέρας στο σπίτι. Αποστέλλω για τον γάμο επιταγή και για να κατασκευάσετε καμπινέ εντός της οικίας…
Επιστρέφει μετά από 50 χρόνια και γράφει στα παιδιά του στην Αμερική: «…σ’ ολόκληρη τη ζωή είχα την κακιά μοίρα να πονάει το κορμί μου από νοσταλγία…»
Στη δύσκολη ζωή στα «ξένα», όπως έλεγε ο λαός, στην «κακούργα ξενιτιά», η μόνη παρηγοριά ήταν οι επιστολές που ανταλλάσσονταν μεταξύ εκείνων που έφευγαν και εκείνων που έμεναν πίσω: Ο ταχυδρόμος, ο φάκελος, το γραμματόσημο, η γραφή απάλυναν τη θλίψη, όπως φαίνεται και από το δημοτικό τραγούδι:
Ξενιτεμένο μου πουλί, έλαβα τη γραφή σου.
Στο στήθος μου την έβαλα κι είπα: «καρδιά, δροσίσου».